- Σισύφειον
- Σισύφειονtemple of S.neut nom/voc/acc sgΣισύφειοςtemple of S.masc acc sgΣισύφειοςtemple of S.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σισυφείοις — Σισύφειον temple of S. neut dat pl Σισύφειος temple of S. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σισυφείου — Σισύφειον temple of S. neut gen sg Σισύφειος temple of S. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύφειος — α, ο / σισύφειος, εία, ον, ΝΑ, θηλ. και σισυφία και σισυφίς, ίδος, Α [Σίσυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σίσυφο νεοελλ. φρ. «σισύφειο έργο» δύσκολη και μάταιη προσπάθεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σισύφειον το ιερό τού Σισύφου … Dictionary of Greek